συντονιστής

συντονιστής
ο, θηλ. συντονίστρια, Ν [συντονίζω]
1. πρόσωπο που συντονίζει διάφορες ενέργειες («ο συντονιστής τής συζήτησης τους υπενθύμισε ότι η ώρα είχε περάσει»)
2. (ηλεκτρον.) όργανο που χρησιμοποιείται για συντονισμό ραδιοφωνικών κυκλωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντονιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που ρυθμίζει, που εναρμονίζει ορισμένα πράγματα: Ανέλαβε τα καθήκοντα του συντονιστή των διαφόρων εργασιών. 2. (φυσ.), όργανο που χρησιμοποιείται για το συντονισμό ορισμένων φαινομένων στον ηλεκτρισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Δοξιάδης, Κωνσταντίνος — (Στενήμαχος, Ανατολική Ρωμυλία 1913 – Αθήνα 1975).Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και συγγραφέας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μετεκπαιδεύτηκε στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου. Εργάστηκε στο υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • Καζάζης, Ιωάννης — (Θεσσσαλονίκη 1947 –). Καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (κλασική φιλολογία και λεξικογραφία) και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε… …   Dictionary of Greek

  • Κουτσούκης, Κλεομένης — (Μικρό Χωριό Ευρυτανίας 1936 –). Δικηγόρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τμήμα οικονομικών και πολιτικών επιστημών του ίδιου πανεπιστημίου, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… …   Dictionary of Greek

  • Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”