συντονιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που ρυθμίζει, που εναρμονίζει ορισμένα πράγματα: Ανέλαβε τα καθήκοντα του συντονιστή των διαφόρων εργασιών. 2. (φυσ.), όργανο που χρησιμοποιείται για το συντονισμό ορισμένων φαινομένων στον ηλεκτρισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Δοξιάδης, Κωνσταντίνος — (Στενήμαχος, Ανατολική Ρωμυλία 1913 – Αθήνα 1975).Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και συγγραφέας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μετεκπαιδεύτηκε στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου. Εργάστηκε στο υπουργείο… … Dictionary of Greek
Καζάζης, Ιωάννης — (Θεσσσαλονίκη 1947 –). Καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (κλασική φιλολογία και λεξικογραφία) και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε… … Dictionary of Greek
Κουτσούκης, Κλεομένης — (Μικρό Χωριό Ευρυτανίας 1936 –). Δικηγόρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τμήμα οικονομικών και πολιτικών επιστημών του ίδιου πανεπιστημίου, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… … Dictionary of Greek
Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… … Dictionary of Greek